Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κοινή γνώμη

  • 1 мнение

    мнение с η γνώμη* по моему \мнениею κατά τη γνώμη μου· обмен \мнениеями η ανταλλαγή γνωμών общественное \мнение η κοινή γνώμη
    * * *
    с
    η γνώμη

    по моему́ мне́нию — κατά τη γνώμη μου

    обме́н мне́ниями — η ανταλλαγή γνωμών

    обще́ственное мне́ние — κοινή γνώμη

    Русско-греческий словарь > мнение

  • 2 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 3 общественность

    общественность ж η κοινωνία· το κοινό, η κοινή γνώμη (мнение)
    * * *
    ж
    η κοινωνία; το κοινό, η κοινή γνώμη ( мнение)

    Русско-греческий словарь > общественность

  • 4 общественный

    общественный κοινωνικός, δημόσιος* \общественныйое мнение η κοινή γνώμη
    * * *
    κοινωνικός, δημόσιος

    обще́ственное мне́ние — η κοινή γνώμη

    Русско-греческий словарь > общественный

  • 5 общественность

    общественность
    ж ἡ κοινωνία, τό κοι-νό[ν], ἡ κοινή γνώμη:
    советская \общественность ἡ σοβιετική κοινή γνώμη· писательская \общественность ὁ συγγραφικός κόσμος, οἱ συγγραφείς.

    Русско-новогреческий словарь > общественность

  • 6 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

  • 7 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

  • 8 общепрниятый

    общепри́ият||ый
    прил γενικώς (или κοινώς) παραδεδεγμένος, καθιερωμένος:
    \общепрниятыйсе мнение ἡ κοινή ἄποψη, ἡ γενικώς παραδεδεγμένη γνώμη.

    Русско-новогреческий словарь > общепрниятый

См. также в других словарях:

  • κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… …   Dictionary of Greek

  • γνώμη — η 1. κρίση, άποψη, αντίληψη: Πες μου τη γνώμη σου για την υπόθεση αυτή. 2. φρ., «κοινή γνώμη», η γνώμη που διαμορφώνει ο λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»